ἐκεῖ

ἐκεῖ
ἐκεῖ adv. of place (Aeschyl.+)
in ref. to a position in the immediate vicinity, there, in that place (the static aspect) Mt 2:13, 15; 5:24; 8:12; 12:45 al. Somet. more definitely ἐκεῖ πρὸς τῷ ὄρει Mk 5:11. W. the art. οἱ ἐκεῖ those who were there (X., Hell. 1, 6, 4; Celsus 2, 43; PRyl 239, 9 [III A.D.] ἐπίμινον τοῖς ἐκεῖ; Jos., Ant. 1, 243; 9, 114) Mt 26:71. τὰ δὲ ἐκεῖ θαυμάσσια the marvelous things there (in heaven) AcPl Ha 2, 23 (cp. Just., A I, 29, 2 οἱ ἐκεῖ ἰατροί; 62, 3 al.). Corresp. to the relatives οὗ, ὅπου … ἐκεῖ where … there (Epict. 4, 4, 15; Jos., C. Ap. 1, 32) Mt 6:21; 18:20; Mk 6:10; Lk 12:34. Pleonastic after ὅπου (B-D-F §297; cp. Gen 13:4; Ex 20:24) Mk 6:55 v.l.; Rv 12:6, 14.—ISm 8:2.
in ref. to a position relatively distant, there, to that place (the directional aspect)=ἐκεῖσε 1 (since Hdt. 1, 209; Thu. 3, 71, 2; Epict. 1, 27, 18; PMeyer 20, 46 ἐκεῖ πέμπω τ. ἐπιστολάς; PFlor 125, 7; 133, 9; Gen 19:22; 2 Km 2:2; Tob 7:16 al.; Jos., Ant. 18, 327; 20, 212; Just., D. 92, 2 εἰσελθεῖν ἐκεῖ) ἐκεῖ ἀπέρχεσθαι go there (thither) Mt 2:22; cp. 26:36. βάλλειν Lk 21:2. ἔρχεσθαι (Hdt. 1, 121; Jos., Ant. 6, 83) J 18:3. προπέμπεσθαι Ro 15:24. συνάγεσθαι Mt 24:28; J 18:2. συντρέχειν Mk 6:33. ὑπάγειν J 11:8; ἀποφέρειν AcPt Ox 849 verso, 10. μετάβα ἔνθεν ἐκεῖ move from here to there Mt 17:20.—Hv 3, 1, 3.—DELG. M-M. S. entry κἀκεῖ 1 and ὧδε 1.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐκεῖ — there indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκεί — επίρρ. τοπ., για τόπο μακρινό ή που έγινε γι αυτόν λόγος πριν 1. σ εκείνο το μέρος· α. σε στάση: Εκεί είναι το μαγαζί. β. σε κίνηση προς κάποιο τόπο: Πάμε εκεί. 2. για ακριβέστερο προσδιορισμό των παραπάνω σημασιών εκφέρεται μαζί με λέξεις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκεί — και κει (AM ἐκεῑ) επίρρ. 1. σ εκείνη τη θέση, σ εκείνο το μέρος 2. προς εκείνη την κατεύθυνση 3. χρον. τότε 4. (με άρθρο) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται σ έναν τόπο (α. «εἰσῆλθε λαμπρός, πᾱσι τοῑς ἐκεῑ σέβας», Σοφ. β. «τράβηξε προς τα κει») 5. με… …   Dictionary of Greek

  • ἔκει — κέω to lie down imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαστὴρ οὐκ ἔκει ὦτα. — γαστὴρ οὐκ ἔκει ὦτα. См. У брюха нет уха …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔνθα πολλοῖ ἀλέκτορες, ἐκει ἡμέρα οὐ γίγνεται. — ἔνθα πολλοῖ ἀλέκτορες, ἐκει ἡμέρα οὐ γίγνεται. См. У семи нянек дитя без глаза …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. — ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. См. Где волчий рот, а где лисий хвост …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔνθα πολλοὶ πτύουσι, πυλὸς ἐκεῖ γίνεται… — См. По капельке море, по зернышку ворох …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τοὐκεῖ — ἐκεῖ , ἐκεῖ there indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηνεί — ἐκεῖ there doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”